Κατερίνα Θεοδωράτου

Messenger 21.3.2016

Το κυανόχρωμα της μοναξιάς

Kαλησπέρα. Μόλις τέλειωσα το κυανόχρωμα. Το διάβασα απνευστί και το βρήκα εξαιρετικό -και δεν φημίζομαι ούτε για το πλεόνασμα του χρόνου ώστε να έχω την πολυτέλεια να διαβάσω κάτι «απνευστί», ούτε για την ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτό που λέμε «επιστολικό μυθιστόρημα». Το δικό σας όμως ήταν τόσο αυθεντικό, τόσο διαυγής η πορεία αυτής της σχέσης μέσα από τα διαδοχικά γράμματα, κι ας έλειπε η γυναικεία πλευρά στη φάση της «φυσικής αλληλογραφίας»… Και από πλευράς «καθαρής λογοτεχνίας» ήταν υπέροχο και από ψυχαναλυτικής πλευράς ήταν «μνημείο» αρσενικής και θηλυκής ερωτικής «λειτουργίας»… Και ήταν πολύ ενδιαφέρον -δεν ξέρω και δεν ρωτώ ως πού φτάνει η «αυθεντικότητά» του- το πόση αλήθεια ξέφευγε μέσα από τις προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του ποιητή, μέσα από τις αποσιωπήσεις του… Το πόσο έξυπνα, αδιόρατα σημάδια προοικονομούσαν την -αναπόδραστη- κατάληξη της σχέσης… Βαθιά, ουσιαστικά γυναικείο, βαθιά αληθινό, βαθιά ανθρώπινο! Ευχαριστώ που το μοιραστήκατε μαζί μου! Εύχομαι να είναι «καλοτάξιδο», γιατί του αξίζει.


Μανδραγόρας

Τεύχος 47 Φθινόπωρο 2012 – Χειμώνας 2013

Constance Dima: ASPHYXIE CD ROM Aθήνα 2008

«… Γεννήθηκε πρόσφυγας. Και ψάχνει. Ακόμα. Στις τρύπες του Κόσμου.

Τη μήτρα του Σύμπαντος»*

Η Constance Dima γεννήθηκε στο Γράμμο το 1948, μεσούντος του Εμφύλιου, ο οποίος και καθόρισε την πορεία της ζωής της, οδηγώντας τη σε αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις στη Βουλγαρία, στην Τσεχία, ξανά στην Ελλάδα, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, προτού επαναπατριστεί οριστικά στο Ηράκλειο Κρήτης.

[…]

Η πιο πρόσφατη της ποιητική συλλογή Asphyxie κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και σε μορφή CD-ROM, συνοδευόμενη από μια απολύτως εύστοχη, έξοχα μινιμαλιστική ηχητική και εικαστική επένδυση. Αποτελείται από 29 ποιήματα, γραμμένα σε τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, γαλλικά, τσέχικα και βουλγάρικα. Δύσκολο να πεις σε ποια γλώσσα γεννήθηκε ο αρχικός σπινθήρας για καθένα ποίημα, γιατί όλες φέρουν τη δική τους, ξεχωριστή πρωτοτυπία και το αυθεντικό τους ειδικό βάρος σε κάθε γλώσσα (τουλάχιστο στις δύο, ελληνικά και γαλλικά που είμαι σε θέση να γνωρίζω).

Ολόκληρη η σύνθεση διαποτίζεται από ένα ενιαίο αίσθημα, σαν ηλεκτρική εκκένωση που διαπερνά τα ποιήματα, φωτίζοντας και αναδεικνύοντας την ενότητά τους, γι’ αυτό βρίσκω τον όρο «σύνθεση» πλησιέστερο στην ουσία του έργου από τον όρο «συλλογή». Αυτή η αίσθηση ενισχύεται από το οπτικό μότο της ερμητικά κλειδωμένης θύρας και την ονειρική μουσική του Γιώργη Χριστοδούλου που χρωματίζει το λόγο.

Ωστόσο οι επιμέρους θεματικές διαφοροποιούνται σε ποικίλες κειμενικές και σημειολογικές διακλαδώσεις, διατηρώντας πάντως την εσωτερική τους φορά. Η θεματική της φυγής για παράδειγμα, διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη το έργο, σε όλες τις πιθανές εκφάνσεις. Η φυγή ως απόδραση –…Έτρεχα να φτάσω πού…(Το άστρο του Μικρού Πρίγκιπα) – ως αποχαιρετισμός –…της κόρης της τα μάτια αποχαιρετούσε… (Αχ αυτά τα μάτια) – ως προσφυγιά –…ω νομάδα […] σπαρμένη στους τέσσερις ανέμους… (Ισορροπία) …Γεννήθηκε πρόσφυγας… (Ψάχνει ακόμα) ως υπέρβαση του θανάτου –…να φεύγω εσπευσμένα […] να περιφρονώ τον θάνατο… (Τι πας να κάνεις)– ακόμα και ως μετακόμιση –…πάνω απ’ την κλίνη όπου σέρνονταν η μετακόμιση… (Τα μάτια της Μοίρας). Άλλη θεματική σταθερά είναι η οδύνη: Οδύνη της μνήμης, όταν η θύμηση στιγμών θαλπωρής στην παιδική ηλικία, αναμετριέται με ένα παγερό παρόν (Απόσταση) οδύνη του πεπερασμένου όταν –παραφράζοντας την ποιήτρια– η προοπτική ενός απέραντου ουρανού αναμετριέται με τον τρόμο του γκρεμού (Λέξεις) ή όταν η ελπίδα ψυχορραγεί στην άκρη του ματιού (Αγωνία) οδύνη της μοναξιάς ή του αποχωρισμού, ως …απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που έχω και σ’ αυτό που λαχταρώ (Απομόνωση) οδύνη της εκκωφαντικής σιωπής (Σιωπή) η οδύνη ως απουσία (Βρέχει απουσία) ή ως ακινησία και κενό: …Μάταια πασχίζω να πιάσω διάλογο με το κενό γύρω μου… (Η φωνή της Βροχής).

Παράλληλα ανάμεσα στον πόνο και στη φυγή διαφαίνεται, άλλοτε αδιόρατα άλλοτε εκπεφρασμένα, η μεταφυσική αγωνία. Στις Λέξεις προβάλει επιτακτικό το ερώτημα «ουρανός ή χάος;» ενώ στο Τι πας να κάνεις, το αίτημα της αιωνιότητας που αψηφά το θάνατο. Ολόκληρο το έργο αναμετριέται βουβά και υποδόρια με τα όρια: τα όρια της ύπαρξης, τα όρια της οδύνης, τα όρια που θέτει η φυσική φθορά των ανθρώπων και πραγμάτων, η θνητότητα. Δεν υπακούει ωστόσο σε κάποιο είδος ενόρμησης του θανάτου, ούτε αφήνεται σε πεισιθάνατο πεσιμισμό. Αντίθετα, μέσα από το άλγος και το πνιγηρό αδιέξοδο ξεπηδάει με πάθος και ένταση το αίτημα για ζωή, για αυτοεκπλήρωση μέσα από τον έρωτα, την ομορφιά, τη σχέση. Το αίσθημα αυτό φλέγει την ποίηση της Dima, ακόμα και στις πιο απαισιόδοξες στιγμές της.

Η μνήμη, άλλη σημειολογική σταθερά του έργου, άλλοτε γίνεται «βυθός» που σκύβει μέσα του (Αυτοδιάθεση μέσα στην κίνηση), άλλοτε ανασκαλεύει παιδικές θύμησες (Απόσταση), άλλοτε αναδύεται μέσα από το βυθό του παρελθόντος και μετεωρίζεται σε ένα αμφίβολο αλλά ελπιδοφόρο μέλλον, μετουσιωμένη σε ελπίδα και προσμονή: …Πάντα περιμένουμε κάτι να τελειώσει για ν’ αρχίσει επιτέλους αυτό που προσδοκούμε… (Ελπίδα) …Εξακολουθώ να κάνω όνειρα…(Αυτοδιάθεση μέσα στην κίνηση) …Ό, τι έσβησε δεν υπάρχει πια […] Ξημερώνει… (Ισορροπία) …Σε προσμένω μες τα διάφανα όνειρά μου (Σε προσμένω)…Ελπίζει το ανέλπιστο… (Βρέχει απουσία).

Ο ερωτισμός, επίμονα παρών πίσω από κάθε λέξη, συχνά βαραίνει από τη σκιά μιας προδοσίας, και πάντα από ένα παράπονο ανεπίδοτου, που βασανίζει την ψυχή και τις αισθήσεις. Η ερωτική έκσταση στο Αχ αυτά τα μάτια σκιάζεται από τον επικείμενο αποχωρισμό, η φαντασίωση στο Άλυτο σταυρόλεξο διαλύεται μέσα σε σκόρπιες λέξεις και στην πικρή «κατακλείδα του» …ποτέ δεν κατέληξα σ’ ό, τι πραγματικά ποθούσα….», το ξύπνημα των αισθήσεων στην Οπτασία δεν ήτα παρά μια ονείρωξη, ενώ η ερωτική προσμονή στην Απομόνωση απλώς εκτείνει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που έχω και σ’ αυτό που λαχταρώ». Γενικά, η αρχετυπική σχέση αρσενικού-θηλυκού απασχολεί την ποίηση της Dima, αλλά εμφανίζεται πάντα ως δυνατότητα ή ως επιθυμία που ποτέ δεν πραγματώνεται: είτε λόγω της χαώδους διάστασης μεταξύ αρσενικής και θηλυκής οπτικής των πραγμάτων (Ελευθερία, Ακινησία) γιατί παρεισφρέει στα υποκείμενα η λαίλαπα των άπειρων αντι-κειμένων (Το κάρμα μας) είτε γιατί η πολυπλοκότητα των υποκειμένων εμποδίζει την ένωσή τους (Σταυροδρόμι).

Για το Asphyxie θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον όρο «βιωματική» ή «ενδοσκοπική» ποίηση, ωστόσο, ή ακριβώς γι’ αυτό, τα ποιήματα έχουν βαθύτατα συγκινησιακή απήχηση στον αποδέκτη, με τρόπο ώστε να τα προσλαμβάνει και να τα οικειώνεται άμεσα. Και είναι αυτονόητο ότι η αισθητική συγκίνηση δεν εκπορεύεται από μορφολογικά σχήματα, δεν είναι «καλολογικής» υφής, αλλά κάθε στίχος μοιάζει να είναι «πληρωμένος» με προσωπική εμπειρία και πάθος. Ανεπίδοτες σχέσεις, ανεπίδοτες προσδοκίες, ανεπίδοτος ερωτισμός διατρέχουν σα φρικίασμα τη ραχοκοκαλιά του έργου, δημιουργώντας την αίσθηση της Ασφυξίας που το ονοματίζει αυτό που το λυτρώνει και το μεταρσιώνει, είναι η παλλόμενη λαχτάρα για ζωή, εσαεί παρούσα, ακόμα κι εκεί που έχει σβήσει και η ύστατη ελπίδα. «Ελπίζει το ανέλπιστο», ο στίχος αυτός θα μπορούσε να είναι το μότο του, και ακόμα το μαζί τους εξακολουθώ να κάνω όνειρα…» όταν η ποιήτρια στο Αυτοδιάθεση μέσα στην κίνηση κάνει την προσωπική της «ομολογία πίστεως» στους πονεμένους αυτού του κόσμο, που μένουν να τον κοιτάνε με απορημένα ματιά, […] μα υπηρέτες δεν έγιναν κανενός.

____________

* Ο καταληκτικός στίχος από το πρώτο ποίημα της συλλογής, με τον τίτλο «Ψάχνει ακόμα»