Йоргос Мандзуранис

Η Αυγή

02.08.1998

Τα παιδιά της καταιγίδας

ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΡΙΤΖΩΝΗΣ «Τα παιδιά του Εμφυλίου πολέμου»

Προσωπική μαρτυρία, Εκδόσεις ΦΙΛΙΣΤΟΡ 1998

ΚΩΝΣΤΑΝΣ ΔΗΜΑ «Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος»

Σειρά Μαρτυρίες, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ 1998

[…]

Δεν ανήκουν στη λογοτεχνία και τα δυο βιβλία που πρόσφατα κυκλοφόρησαν, παρ’ ότι κανένας δεν θα αμφισβητήσει ότι η «μαρτυρία» της Κωνστάνς Δημά έχει και μυθιστορηματική δομή και ξεχωριστές αφηγηματικές χάρες.

[…]

…Το βιβλίο της Κωνστάνς Δημά «Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος» είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Δεν έχει ίσως στοιχεία, αριθμούς και παραπομπές, το έργο δεν είναι ενός ερευνητή ή παρατηρητή, είναι η ζωή ενός που βρέθηκε, χωρίς να το διαλέξει, στη δίνη γεγονότων που συγκλόνισαν την εποχή τους. Ως παιδί Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που ο εμφύλιος τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη χώρα τους αρπάζοντας στην προσφυγιά τα ίδια τα παιδιά τους, η μοίρα επεφύλαξε στη συγγραφέα μια ζωή γεμάτη περιπλανήσεις και εμπειρίες, οι οποίες της δημιούργησαν την πεποίθηση ότι τίποτε απ’ όσα μας συμβαίνουν δεν είναι τυχαίο. Σ’ αυτό το βιβλίο η Κωνστάνς Δημά προσπαθεί να προσεγγίσει τη μοίρα των προσφυγόπουλων, που μεγάλων σαν ορφανοί «μικροί πρίγκιπες» ζώντας στα εγκαταλελειμμένα ανάκτορα των ανατολικών χωρών αναζητώντας έτσι και τη δική της ταυτότητα και οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος προσκαλούν και προκαλούν τον αναγνώστη να ταξιδέψει μαζί τους, να τους ακολουθήσει, να παρακολουθήσει τη θαυμαστή και συναρπαστική μαρτυρία τους

[…]

Αν το πρώτο έχει την αυστηρότητα ενός συγγραφέα που διέκοψε τις σπουδές του στη Νομική για να εγκλειστεί στη Ακροναυπλία και από τότε να ζήσει στην κομματική πειθαρχεία, εκτός και εντός Ελλάδας, το δεύτερο έχει τη χάρη ενός πραγματικού παιδιού του σύμπαντος που ελεύθερο από πολλές δεσμεύσεις αφηγείται άφοβα μια κερδισμένη ζωή δίνοντας εικόνες, κρίσεις και ελπίδες που δεν ξεχνιούνται εύκολα.

Ангелос Петрулакис

Θεσσαλικές 140 επιλογές

07.1998

Έρωτες και αφηγηματικές του πόνου από έλληνες συγγραφείς

Εκδόσεις «Εστία»

Κωνστάνς Δημά: «Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος»

Υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσά μας, που έχουν τάξει τη ζωή τους σ’ έναν συνεχή αγώνα για κάτι περισσότερο απ’ αυτό που η τύχη και οι συνθήκες ζωής «συνωμοτούν» να τους χαρίσουν. Καλότυχοι άνθρωποι, που ακούν τη μέσα τους φωνή και δε διστάζουν ν’ αγκαλιάσουν το όνειρο. Η Κωνστάνς Δημά, ανήκει σ’ αυτούς και σίγουρα «Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος» ανήκει στα βιβλία μαρτυριών, που έχουν προορισμό να συγκλονίσουν τον καθένα που θα θελήσει να ταξιδέψει στις σελίδες του.

Αυτοβιογραφικό βιβλίο, που αν ο χαρακτηρισμός δεν αποτελούσε ομολογία της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα με πλοκή ευφυέστατη και γραφή άμεση και γρήγορη. Ένα βιβλίο καταπληκτικό σε δύναμη προσέγγισης του εσωτερικού κόσμου, όλων όσοι βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα, αλλά και μακριά απ’ τη στοργή της σαν κατόρθωσαν να γυρίσουν εκεί όπου τους καλούσε η μέση φωνή.

«Άνευ υπηκοότητας» για πολλά χρόνια από χιλιάδες άλλες και άλλους, που η ταυτότητά τους έχει ένδειξη: «Υπηκοότητα Ελληνική, κατάθεσε στις σελίδες του βιβλίου της και τον πόνο και τις μεγάλες ανατάσεις της. Ομολογίες έρωτα, αλλά και απολογισμοί σταυρικών θανάτων. Έτσι που ο αναγνώστης να θέλει ν’ απλώσει τα χέρια του, να της χαϊδέψει τα μαλλιά και μαζί της να ταξιδέψει στον κόσμο του ονείρου.

«Αναρωτιόμουν ποιος κρατούσε στα χέρια του τη ζωή μας, τους έρωτες μας, γιατί έπρεπε να υποστώ τόσα χτυπήματα και που έβρισκα τις δυνάμεις ν’ αντισταθώ σ’ αυτά, ώστε να μην επιτρέψω να με συντρίψουν, γιατί με χώριζαν από τα άτομα που αγαπούσα περισσότερο απ’ όλα στη ζωή μου, και γιατί, στερούμενη την παρουσία τους, έπρεπε να νιώσω τη βία της σιωπής» καταθέτει ως ομολογία η Κ.Δ. και σίγουρα βρίσκει τις κρυφές πόρτες της ψυχής μας για να προχωρήσει σ’ άλλες εξομολογήσεις.

«Αισθάνομαι δεμένη με την Ελλάδα με δεσμούς μυστήριους και μ’ έκπληξη ανακαλύπτω κατά καιρούς ότι την αγαπάω απελπισμένα. Μήπως είναι επειδή εδώ συνειδητοποίησα τις διαστάσεις της τραγικής μου φύσης, την οποία διακρίνω σε όλους τους Έλληνες. Μήπως είναι επειδή και πάλι εδώ ένιωσα όλο το βάθος του ανθρώπινου πόνου και την έντονη τάση μας να δραπετεύουμε απ’ αυτόν, τόσο μέσω του διονυσιακού, όσο και του απολλώνιου στοιχείου; Μήπως είναι επειδή δε γνώρισα άλλο έθνος ικανό να δοθεί εξ ολοκλήρου στον έρωτα, να ξεχαστεί, να φτάσει μέχρι και την αυτοθυσία…»

Η μαρτυρία της Κωνστάνς Δημά είναι μαρτυρία ζωής. Και ως μαρτυρία ζωής ανήκει σε όλους μας.

Христос Папагеоргиу

“Βιβλιοφιλική” Περιοδική Έκδοση, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Τεύχος 6

09.1998

ΚΩΝΣΤΑΝΣ ΔΗΜΑ

Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος

Εστία, Αθήνα 1998

[…]

Η Κωνστάνς Δημά, προσφυγόπουλο, με πυξίδα την ίδια την ατομική της ιστορία, μας ξεναγεί, θέλοντας να της προσδώσει καθολικό ενδιαφέρον, σε μια διαδρομή από την οποία δεν έλειψαν η περιπέτεια, ο έρωτας, τα ταξίδια, η ανταλλαγή κουλτούρας, οι σπουδές, η ιδεολογία, ο γάμος, τα παιδιά, οι δυσκολίες του επαναπατρισμού. Με καθαρά αφηγηματικού τύπου ρεαλισμό, με γλώσσα εντέχνως πειστική, με αποδοχή των γεγονότων μέσα από το πρίσμα επαναστατικής απόδρασης, με ποιητικές και φιλοσοφικές εξάρσεις, με εντονότατα διογκωμένο το πρόβλημα των ανθρώπων που πριν από πενήντα χρόνια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα και να προσαρμοστούν σε συνθήκες άλλων λαών, και τέλος με βαθιά πάντα νοσταλγία επιστροφής στην πατρίδα, που είναι εντελώς άγνωστη, η συγγραφέας θέτει ερωτηματικά, προβληματίζεται, καυτηριάζει και αναντιώνεται, κάνει φίλους και μορφώνεται, αισθάνεται πολίτης του κόσμου και κάπως σαν μικρός πρίγκιπας.

Η συγγραφέας μπορεί, έστω και σε περίοδο βρασμού ψυχής που γράφεται το βιβλίο, να κρίνει τα υπέρ και τα κατά. Μπορεί να δει, με το μάτι του επαρκούς ανθρώπου, τα αρνητικά και των δύο κόσμων. Μπορεί να ζυγίσει τα μεν και τα δε και να αποφασίσει, μετά από σκέψη, για το που γέρνει η πλάστιγγα. Διαθέτει σαφώς την κουλτούρα, μετά από την τριβή στη γλωσσολογία αλλά και την εκπαίδευση, να «περάσει» όποιο μήνυμα επιθυμεί, με τρόπο που να μη γίνεται ούτε εμπαθές αλλά και ούτε υπόδουλο σε γραφειοκράτες, οι οποίοι σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, μέρος του οποίου αισθάνεται η ίδια, λειτουργούν σχεδόν πανομοιότυπα.

Κατάθεση ψυχής, η οποία επιδιώκει να προσμετρήσει την πίκρα που κάποιοι πρόσφεραν στη συγγραφέα χωρίς η ίδια να φταίει σε τίποτα, αλλά και εντονότατη επιθυμία να αναδειχτούν ζητήματα κοινωνικών αποκλεισμών που αντιμετωπίζουν τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων.

Мариана Александрова

в. „Словото днес”.

брой 7 /658/, 3 март 2011

ОТ ПАРТЕНОНА ДО FLAGEY* И НАГОРЕ

[…]

През 2008г. в Атина излезе електронното издание на поетична книга Asphyxie /на четири езика: гръцки, френски, чешки и български/, продукция на cd-rom Василис Думанис, озвучаване Гиоргис Христодулу. Илюстрацията на диска, фотосите и музиката, написана специално по стиховете на Констанс Дима, въвеждат в дълбокия интимен свят на поетесата. С линкове се отварят страниците посвещение, мото, биографични бележки, публикации, илюстрации, благодарствени думи и стихотворенията в следния ред: оригиналното /на гръцки или френски/, съответно преводите на втория от тях, на чешки и на български език.

Накъсано модерно поетично слово в синхрон с неспокойния дух на лирическата жена. Често без пунктуация, сякаш току-що го е издишала. Интересна житейска философия, концентрирана в оригинална образност. Чувствата се мятат скокообразно между отчаянието, породено от земната обреченост, и възторга от космическата свобода. Обсебена от синьото в две мъжки очи, изгубила сили пред своя носталгичен копнеж, обезверена пред питащия поглед на дъщерята, тя често е на кръстопът.

Всеки път когато сме на кръстопът

пияни от дъха ни кръстосан

ставаме кървящо кълбо от болка

/”Кръстопът”/

Зад думите й наднича ужасът на бездната, но и небесното избавление. Непреодолима изолираност на ръба на душата. Една залутана скиталка, засята между четири вятъра.

каквото изгасна вече не съществува

номада на земята

навсякъде отсъстваща никъде присъстваща

/”Равновесие”/

Така, между светлината и сянката, между небето и земята – „твърде много задръстени пътища, твърде много потиснати чувства”. Лирическата жена се задушава от невидимата мрежа, сътворена от „тъкачката на Съдбата” и се дави в пустотата наоколо. Всяка сутрин заспива върху кръстословицата на живота, а „зората трае твърде кратко”.

С отворени сетива

виждам страхливите

да захвърлят надеждата

убийците

да тъпчат раните й

хамелеоните

да се пазарят за кръвта й

/”Непримиримост”/

Трагизмът на тази поезия идва от осъзнатата темпоралност на човешкия живот, от нарастващата разруха в света около нас: „Напразно се мъча да захвана разговор с пустошта около себе си”. Стиховете пулсират с космична енергия. Тя е необходима, за да може да се понесе бремето на несъвършения ни живот. Само отблясъците на любовното чувство на моменти разпръскват мрака, пропълзял в душите ни, за да видим как слънцето и радостта на възторга, на копнежа също кърви, цялото в рани.

Между агонията и надеждата само силната жена може да изчака нощите да изгризат ноктите на съня и да се прероди в кръвта на лятото. В такива мигове най-силното й желание е да се научи да презира смъртта. И отказва да тлее в бездействие. Първите стъпала на стълбата към мечтите е изкачила отдавна с обувките на приятелката, за да намери себе си в първата си книга. И продължава нагоре. Към философията на равновесието и свободата като въпрос на оптически ъгъл. Философия на човек, преодолял ужаса на самотността, след като дълго е съзерцавал как „времето се премества в ръцете на слънцето”.

Достойният житейски път на поетесата Констанс Дима /Константина Карадиму/, тръгнал от Партенона и преминал през разнолики европейски градове, се завръща в древния храм на Атина Партенос, за да извиси поезията в смисъл на живота й. Поезия разтърсваща и обсебваща. От „пустотата на вечерта на бреговете на Flagey”, до „броеницата на слънцето върху склоновете на Акропола”. От „ручеите от кръв във вените на любовта”, до „свежестта на вглъбението във водите на извора”.

А животът е едно безкрайно чудо, щом копнежът за любов пониква от пепелта след всяко разсъмване…

_________________________

*Езеро на едноименния площад в Брюксел.

Катерина Теодорату

Messenger 21.3.2016

Το κυανόχρωμα της μοναξιάς

Kαλησπέρα. Μόλις τέλειωσα το κυανόχρωμα. Το διάβασα απνευστί και το βρήκα εξαιρετικό -και δεν φημίζομαι ούτε για το πλεόνασμα του χρόνου ώστε να έχω την πολυτέλεια να διαβάσω κάτι “απνευστί”, ούτε για την ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτό που λέμε “επιστολικό μυθιστόρημα”. Το δικό σας όμως ήταν τόσο αυθεντικό, τόσο διαυγής η πορεία αυτής της σχέσης μέσα από τα διαδοχικά γράμματα, κι ας έλειπε η γυναικεία πλευρά στη φάση της “φυσικής αλληλογραφίας”… Και από πλευράς “καθαρής λογοτεχνίας” ήταν υπέροχο και από ψυχαναλυτικής πλευράς ήταν “μνημείο” αρσενικής και θηλυκής ερωτικής “λειτουργίας”… Και ήταν πολύ ενδιαφέρον -δεν ξέρω και δεν ρωτώ ως πού φτάνει η “αυθεντικότητά” του- το πόση αλήθεια ξέφευγε μέσα από τις προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του ποιητή, μέσα από τις αποσιωπήσεις του… Το πόσο έξυπνα, αδιόρατα σημάδια προοικονομούσαν την -αναπόδραστη- κατάληξη της σχέσης… Βαθιά, ουσιαστικά γυναικείο, βαθιά αληθινό, βαθιά ανθρώπινο! Ευχαριστώ που το μοιραστήκατε μαζί μου! Εύχομαι να είναι “καλοτάξιδο”, γιατί του αξίζει.


Μανδραγόρας

Τεύχος 47 Φθινόπωρο 2012 – Χειμώνας 2013

Constance Dima: ASPHYXIE CD ROM Aθήνα 2008

«… Γεννήθηκε πρόσφυγας. Και ψάχνει. Ακόμα. Στις τρύπες του Κόσμου.

Τη μήτρα του Σύμπαντος»*

Η Constance Dima γεννήθηκε στο Γράμμο το 1948, μεσούντος του Εμφύλιου, ο οποίος και καθόρισε την πορεία της ζωής της, οδηγώντας τη σε αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις στη Βουλγαρία, στην Τσεχία, ξανά στην Ελλάδα, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, προτού επαναπατριστεί οριστικά στο Ηράκλειο Κρήτης.

[…]

Η πιο πρόσφατη της ποιητική συλλογή Asphyxie κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και σε μορφή CD-ROM, συνοδευόμενη από μια απολύτως εύστοχη, έξοχα μινιμαλιστική ηχητική και εικαστική επένδυση. Αποτελείται από 29 ποιήματα, γραμμένα σε τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, γαλλικά, τσέχικα και βουλγάρικα. Δύσκολο να πεις σε ποια γλώσσα γεννήθηκε ο αρχικός σπινθήρας για καθένα ποίημα, γιατί όλες φέρουν τη δική τους, ξεχωριστή πρωτοτυπία και το αυθεντικό τους ειδικό βάρος σε κάθε γλώσσα (τουλάχιστο στις δύο, ελληνικά και γαλλικά που είμαι σε θέση να γνωρίζω).

Ολόκληρη η σύνθεση διαποτίζεται από ένα ενιαίο αίσθημα, σαν ηλεκτρική εκκένωση που διαπερνά τα ποιήματα, φωτίζοντας και αναδεικνύοντας την ενότητά τους, γι’ αυτό βρίσκω τον όρο «σύνθεση» πλησιέστερο στην ουσία του έργου από τον όρο «συλλογή». Αυτή η αίσθηση ενισχύεται από το οπτικό μότο της ερμητικά κλειδωμένης θύρας και την ονειρική μουσική του Γιώργη Χριστοδούλου που χρωματίζει το λόγο.

Ωστόσο οι επιμέρους θεματικές διαφοροποιούνται σε ποικίλες κειμενικές και σημειολογικές διακλαδώσεις, διατηρώντας πάντως την εσωτερική τους φορά. Η θεματική της φυγής για παράδειγμα, διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη το έργο, σε όλες τις πιθανές εκφάνσεις. Η φυγή ως απόδραση –…Έτρεχα να φτάσω πού…(Το άστρο του Μικρού Πρίγκιπα) – ως αποχαιρετισμός –…της κόρης της τα μάτια αποχαιρετούσε… (Αχ αυτά τα μάτια) – ως προσφυγιά –…ω νομάδα […] σπαρμένη στους τέσσερις ανέμους… (Ισορροπία) …Γεννήθηκε πρόσφυγας… (Ψάχνει ακόμα) ως υπέρβαση του θανάτου –…να φεύγω εσπευσμένα […] να περιφρονώ τον θάνατο… (Τι πας να κάνεις)– ακόμα και ως μετακόμιση –…πάνω απ’ την κλίνη όπου σέρνονταν η μετακόμιση… (Τα μάτια της Μοίρας). Άλλη θεματική σταθερά είναι η οδύνη: Οδύνη της μνήμης, όταν η θύμηση στιγμών θαλπωρής στην παιδική ηλικία, αναμετριέται με ένα παγερό παρόν (Απόσταση) οδύνη του πεπερασμένου όταν –παραφράζοντας την ποιήτρια– η προοπτική ενός απέραντου ουρανού αναμετριέται με τον τρόμο του γκρεμού (Λέξεις) ή όταν η ελπίδα ψυχορραγεί στην άκρη του ματιού (Αγωνία) οδύνη της μοναξιάς ή του αποχωρισμού, ως …απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που έχω και σ’ αυτό που λαχταρώ (Απομόνωση) οδύνη της εκκωφαντικής σιωπής (Σιωπή) η οδύνη ως απουσία (Βρέχει απουσία) ή ως ακινησία και κενό: …Μάταια πασχίζω να πιάσω διάλογο με το κενό γύρω μου… (Η φωνή της Βροχής).

Παράλληλα ανάμεσα στον πόνο και στη φυγή διαφαίνεται, άλλοτε αδιόρατα άλλοτε εκπεφρασμένα, η μεταφυσική αγωνία. Στις Λέξεις προβάλει επιτακτικό το ερώτημα «ουρανός ή χάος;» ενώ στο Τι πας να κάνεις, το αίτημα της αιωνιότητας που αψηφά το θάνατο. Ολόκληρο το έργο αναμετριέται βουβά και υποδόρια με τα όρια: τα όρια της ύπαρξης, τα όρια της οδύνης, τα όρια που θέτει η φυσική φθορά των ανθρώπων και πραγμάτων, η θνητότητα. Δεν υπακούει ωστόσο σε κάποιο είδος ενόρμησης του θανάτου, ούτε αφήνεται σε πεισιθάνατο πεσιμισμό. Αντίθετα, μέσα από το άλγος και το πνιγηρό αδιέξοδο ξεπηδάει με πάθος και ένταση το αίτημα για ζωή, για αυτοεκπλήρωση μέσα από τον έρωτα, την ομορφιά, τη σχέση. Το αίσθημα αυτό φλέγει την ποίηση της Dima, ακόμα και στις πιο απαισιόδοξες στιγμές της.

Η μνήμη, άλλη σημειολογική σταθερά του έργου, άλλοτε γίνεται «βυθός» που σκύβει μέσα του (Αυτοδιάθεση μέσα στην κίνηση), άλλοτε ανασκαλεύει παιδικές θύμησες (Απόσταση), άλλοτε αναδύεται μέσα από το βυθό του παρελθόντος και μετεωρίζεται σε ένα αμφίβολο αλλά ελπιδοφόρο μέλλον, μετουσιωμένη σε ελπίδα και προσμονή: …Πάντα περιμένουμε κάτι να τελειώσει για ν’ αρχίσει επιτέλους αυτό που προσδοκούμε… (Ελπίδα) …Εξακολουθώ να κάνω όνειρα…(Αυτοδιάθεση μέσα στην κίνηση) …Ό, τι έσβησε δεν υπάρχει πια […] Ξημερώνει… (Ισορροπία) …Σε προσμένω μες τα διάφανα όνειρά μου (Σε προσμένω)…Ελπίζει το ανέλπιστο… (Βρέχει απουσία).

Ο ερωτισμός, επίμονα παρών πίσω από κάθε λέξη, συχνά βαραίνει από τη σκιά μιας προδοσίας, και πάντα από ένα παράπονο ανεπίδοτου, που βασανίζει την ψυχή και τις αισθήσεις. Η ερωτική έκσταση στο Αχ αυτά τα μάτια σκιάζεται από τον επικείμενο αποχωρισμό, η φαντασίωση στο Άλυτο σταυρόλεξο διαλύεται μέσα σε σκόρπιες λέξεις και στην πικρή «κατακλείδα του» …ποτέ δεν κατέληξα σ’ ό, τι πραγματικά ποθούσα….», το ξύπνημα των αισθήσεων στην Οπτασία δεν ήτα παρά μια ονείρωξη, ενώ η ερωτική προσμονή στην Απομόνωση απλώς εκτείνει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που έχω και σ’ αυτό που λαχταρώ». Γενικά, η αρχετυπική σχέση αρσενικού-θηλυκού απασχολεί την ποίηση της Dima, αλλά εμφανίζεται πάντα ως δυνατότητα ή ως επιθυμία που ποτέ δεν πραγματώνεται: είτε λόγω της χαώδους διάστασης μεταξύ αρσενικής και θηλυκής οπτικής των πραγμάτων (Ελευθερία, Ακινησία) γιατί παρεισφρέει στα υποκείμενα η λαίλαπα των άπειρων αντι-κειμένων (Το κάρμα μας) είτε γιατί η πολυπλοκότητα των υποκειμένων εμποδίζει την ένωσή τους (Σταυροδρόμι).

Για το Asphyxie θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον όρο «βιωματική» ή «ενδοσκοπική» ποίηση, ωστόσο, ή ακριβώς γι’ αυτό, τα ποιήματα έχουν βαθύτατα συγκινησιακή απήχηση στον αποδέκτη, με τρόπο ώστε να τα προσλαμβάνει και να τα οικειώνεται άμεσα. Και είναι αυτονόητο ότι η αισθητική συγκίνηση δεν εκπορεύεται από μορφολογικά σχήματα, δεν είναι «καλολογικής» υφής, αλλά κάθε στίχος μοιάζει να είναι «πληρωμένος» με προσωπική εμπειρία και πάθος. Ανεπίδοτες σχέσεις, ανεπίδοτες προσδοκίες, ανεπίδοτος ερωτισμός διατρέχουν σα φρικίασμα τη ραχοκοκαλιά του έργου, δημιουργώντας την αίσθηση της Ασφυξίας που το ονοματίζει αυτό που το λυτρώνει και το μεταρσιώνει, είναι η παλλόμενη λαχτάρα για ζωή, εσαεί παρούσα, ακόμα κι εκεί που έχει σβήσει και η ύστατη ελπίδα. «Ελπίζει το ανέλπιστο», ο στίχος αυτός θα μπορούσε να είναι το μότο του, και ακόμα το μαζί τους εξακολουθώ να κάνω όνειρα…» όταν η ποιήτρια στο Αυτοδιάθεση μέσα στην κίνηση κάνει την προσωπική της «ομολογία πίστεως» στους πονεμένους αυτού του κόσμο, που μένουν να τον κοιτάνε με απορημένα ματιά, […] μα υπηρέτες δεν έγιναν κανενός.

____________

* Ο καταληκτικός στίχος από το πρώτο ποίημα της συλλογής, με τον τίτλο «Ψάχνει ακόμα»

Miss Mia

Miss Mia

Critique en ligne

Publié : le 23 Octobre 2012 à 04:20

La solitude a la couleur de l’azur

C’est un roman bien particulier que j’ai reçu des éditions Persée. Effectivement nous sommes bien loin de mon style littéraire mais je ne suis pas contre ce genre d’aventure livresque !!

La quatrième de couverture est surprenante et délicate, elle donne un léger aperçu de ce qui m’attend.

Je sens que pour savourer pleinement ma lecture, il va me falloir une maison silencieuse. Toutefois ma lecture sera profonde mais rapide car ce roman comporte à peine 100 pages.

Voici le moment enfin propice à l’ouverture de ce roman.

Il débute par une préface, une introduction à la lecture qui décortique le roman. Personnellement, je trouve que ce passage dévoile trop sur le roman à venir, toutefois à la fin de ma lecture, j’ai eu plaisir à y revenir et comparer mon avis.

Ce roman, se sont des lettres échangées entre un homme et une femme sur plusieurs années.

Une relation qui s’établie, des sentiments qui se développent, des points de vue qui divergent, se regroupent et s’écartent à nouveau.

D’un côté Lucien, beau parleur, poète ayant du mal à percer, approchant la cinquantaine.

Il joue sur ce côté mystérieux, insaisissable, troublant voir inaccessible. Il manie les mots à merveille, il charme tout naturellement.

Danaé me semble beaucoup plus franche, passionnée, entière. Ses deux personnages se rencontrent dans le contexte professionnel. Ayant ressentie une certaine attirance, ils entretiennent une longue correspondance.

L’auteure met en avant le jeu de séduction. Par lettres interposées les mots n’ont pas forcément le même sens pour celui qui les lit et celui qui les écrit.

Ce roman parle de sentiments, de séduction, de la vie. Il est frais, doux, délicat et nous parle des rapports complexes entre les hommes et les femmes.

Je l’avoue, j’avais peur de lire quelque chose de très mou, voir ennuyeux et bien non, bien au contraire ! L’ensemble est au final très poétique, précieux.

J’ai passé un bon moment de lecture à lire un homme conquérant, sur de lui, charmeur voir trompeur mais le tout enrobé de beaucoup de délicatesse et de pudeur.

Lucien trompe sans tromper, il est habile, il garde cette femme près de son cœur sans l’enfermer, il s’engage sans s’engager ….

Au fond c’est un homme habile qui je pense joue avec cette relation longue distance sans vraiment faire attention. La femme elle, comme une grande majorité d’entre nous, est passionnée et n’a pas peur d’avouer ses sentiments. Danaé ne joue pas.

Lucien m’a déçu car bien souvent, après un beau passage, il remet le côté professionnel en avant, le fait que Danaé lui ouvre des portes, traduise ses textes.

J’ai trouvé cela vraiment dommage et typiquement masculin. J’ai parfois eu le sentiment qu’il était tout mielleux dans le but d’amener Danaé à l’aider encore plus…

Cet échange de lettres puis de mails explique cette relation délicate, ce jeu de séduction, il nous montre un peu des hommes et des femmes, qui vraisemblablement ne viennent pas de la même planète ! L’ensemble ne peut que nous faire penser à certaines personnes rencontrées dans notre vie, celles qui peuvent blesser tout en vous offrant des fleurs ….

Un moment de lecture très agréable, une jolie parenthèse, comme une bulle, légère, changeante mais qui quand elle éclate nous pousse à nous frotter les yeux …

Bonne découverte à tous !

 

 

Anna Glasgow

Critique en ligne

La solitude a la couleur de l’azur

Publié le 19 novembre 2012

Auteur : Constance Dima

Pays : Grèce

Éditions : Persée

Date de parution : 2011

Genre : roman contemporain, lyrisme méta-moderne

Nombre de pages : 92

Mon avis

J’ai découvert cette lecture grâce aux Éditions Persée qui m’ont proposé ce roman. C’est un livre que je découvre, mais aussi un genre et un thème tout à fait inconnus pour moi. Je n’ai vraiment pas l’habitude de lire ce genre d’écrit en général, mais j’ai beaucoup apprécié élargir mon horizon et en apprendre plus sur cette auteur grecque.

Je vais donc commencer par vous présenter l’auteur. Constance Dima est née à Grammos en 1948 dans la région grecque de Kastoria. Elle a passée son enfance et adolescence en Tchécoslovaquie, a ensuite effectué des études dans le tourisme en Bulgarie et a complété ses études par l’apprentissage de la langue française. Elle a principalement travaillé en tant que professeur de français en Grèce et en Bulgarie. Puis elle part vivre en Belgique où elle continue d’enseigner. Depuis 2009, elle vit en Grèce, près de Heraklion en Crète. Elle écrit des romans, poèmes, témoignages et essais en français et en grec, est également traductrice littéraire.

La solitude a la couleur de l’azur est un roman qui m’a d’abord séduit par son titre très poétique. Une lecture qui de prime abord m’a semblé particulière par son thème et son genre dit de « lyrisme méta-moderne » et qui nécessite donc une certaine concentration. Le roman débute sur une préface présentant les personnages et annonçant ce qui va se dérouler dans le livre, il est construit d’une manière très originale et j’ai trouvé que cette annonce m’a aidé à mieux appréhender le texte et à me donner des repères. Nous découvrons un échange de lettres entre un homme et une femme et qui se déroule sur un peu plus d’une année.

Il y a Lucien, un poète de cinquante ans, a la plume tout à fait remarquable malgré sa difficulté à se faire connaître. Il vit en France, est assez sûr de lui et est même comparé à un Don Juan. C’est un personnage d’âge mur qui parle ouvertement d’amour et de ses relations avec le sexe féminin. Danaé elle, est plus dans la retenue. Dès le départ nous n’avons que les messages de Lucien et nous en apprenons sur elle que par l’intermédiaire de ce dernier. Danaé, qui elle vit en Grèce, est plus secrète et semble avoir plus de difficultés à dévoiler ses sentiments. Plus délicate et franche que Lucien, elle ne conçoit pas l’amour de la même façon.

Dans ce roman les deux personnes entretiennent une relation très proche. Cette relation évolue au fil des pages et se dégrade parfois quand les avis divergent. Ils se rendent visitent de temps en temps, en France ou en Grèce et parlent de voyages. Ce n’est qu’à la page 70 que Danaé intervient directement. Elle se lasse un peu de ses échanges avec Lucien et son désir pour lui revient par moment car elle est séduite par sa poésie, mais elle ne supporte pas le comportement de celui-ci sur certains points ce qui va la mener à vouloir cesser tout contact avec lui. Les deux personnages collaborent ensemble car Danaé traduit des poèmes. Lucien m’a justement un peu agacé par moments car je trouvais qu’il jouait trop avec les sentiments de Danaé sans vraiment se rendre compte de ce qu’il faisait. A plusieurs reprises il mentionne le domaine professionnel et le met en avant ce qui casse un peu la relation qu’ils entretiennent.

Certains noms sont empruntés à la mythologie grecque, une touche originale dans un texte qui reste très moderne. Le vocabulaire employé est parfois un peu cru. Le thème principal est celui de l’amour, de la solitude de l’être qui aime. Les textes sont très délicats et je ne me suis pas ennuyée à le lire. J’ai même lu ce livre d’une traite. Même si le thème abordé ne me touche pas spécialement, j’ai trouvé cette lecture plaisante et cela me donne également envie de découvrir d’autres auteurs grecs modernes. Le gros point positif reste pour moi la plume de l’auteur, qui n’est pas accessible à tout le monde, mais reste remarquable.

Бабис Дермидзакис

https://hdermi.blogspot.com/2022/02/blog-post_25.html

Κωνστάνς Δημά, Αφιερώσεις, Φίλντισι 2021, σελ. 65

25 Φεβρουαρίου 2022

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Με χαρά πήραμε την καινούρια ποιητική συλλογή της Κωνστάνς Δημά η οποία είναι δίγλωσση, ελληνικά και γαλλικά, και που έχει τίτλο «Αφιερώσεις». Έχουμε ήδη παρουσιάσει τα βιβλία της «Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος», «La solitude a la couleur d’ azur» και «Φωτεινή έξοδος».

Οι «Αφιερώσεις» είναι ποιήματα αφιερωμένα κυρίως στα παιδιά και στα εγγόνια της. Εκφράζουν την αγάπη που αισθάνεται γι’ αυτά, ενώ δεν αντιστέκεται στον πειρασμό της νουθεσίας κάποιες φορές. Λέω πειρασμό, γιατί συνήθως οι νουθεσίες στα παιδιά μπαίνουν από το ένα αυτί και φεύγουν από το άλλο, όλοι οι γονείς έχουμε αυτή την εμπειρία.

Υπάρχουν και ποιήματα που αναφέρονται σε άλλα πρόσωπα, κυρίως πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκε ερωτικά, ένα από τα οποία γράφηκε πολύ παλιά. Είναι γεμάτα νοσταλγική διάθεση.

Τη συλλογή προλογίζει η Κατερίνα Θεοδωράτου, η οποία κάνει καίριες παρατηρήσεις για την ποίησή της. Παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα απ’ τον πρόλογό της.

«Η ποιητική της, χαμηλόφωνη, υποδόρια και «ύπουλη», κατοικεί μάλλον στο είναι του περιεχομένου παρά στο φαίνεσθαι της μορφής… αφαιρώντας το περιττό έρμα της όποιας υπερβολής ή λεξιλαγνείας -παιδική ασθένεια που ακόμα ταλανίζει την ποίηση-έφτασε σε μία λαγαρή ποιητική ουσία, απόσταγμα προσωπικής, ψυχική «ενηλικίωσης» και σοφίας… Η προσφυγιά και η ορφάνια σε τρυφερή ηλικία της στέρησαν την ψυχική βάση και την ασφάλεια της πατρίδας, την προίκισαν ωστόσο με την άναρχη ανεξαρτησία των αποδημητικών πουλιών. Πατρίδα είναι η Φωνή και η ποίησή της, που την συντροφεύουν παντού, ως σταθερό υπέδαφος, στυλοβάτες και νοηματοδότες της ύπαρξής της. Έτσι, η φαινομενική κραυγή απελπισίας «Ξένη παντού» προσλαμβάνεται -ανεπίγνωστα ενδεχομένως και από την ίδια – και ως άγρια κραυγή ελευθερίας».

Να προσθέσω κι εγώ, η ποίησή της έχει μια Καβαφική διαύγεια, που λείπει από τη σύγχρονη ποίηση. Σημασία τελικά δεν έχει η επιφάνεια, που ένα χαρακτηριστικό της είναι η λεξιλαγνεία, αλλά το βάθος των νοημάτων, η ένταση των αισθημάτων.

Πριν παραθέσουμε αποσπάσματα από τα ποιήματά της να παραθέσουμε πρώτα δυο από τα «Χαϊκού της άνοιξης» της Σοφίας Σκλείδα, που προηγούνται του προλόγου.

Τρικυμισμένο

πέλαγος η ζωή μας

σε καραντίνα

Δίχως αγάπη

μοναχική πορεία

ο Γολγοθάς

«Το μικρό είναι όμορφο» είναι ένα οικολογικό σλόγκαν. Όπως και να έχει, έχει κατακλύσει τη ζωή μας. Μικρά κείμενα μόνο μπορείς να αναρτήσεις στο twitter, και σύντομα video-clip στο Tiktok.

Μαριάννα μου-Ηλιαχτίδα μου

αδυνατώ να σου εξηγήσω

με πόση ευτυχία γεμίζεις τη ζωή μου

Ένας λόγος είναι ότι τα παιδιά δύσκολα το καταλαβαίνουν.

Στο «Καλινάκι» διαβάζουμε:

Ήλιος στον Υδροχόο, μαζί και η σελήνη.

Ποιες περίπλοκες αντιθέσεις

ουρανίων σωμάτων

φέρει και η δική σου ιδιοσυγκρασία;

Αναρωτιέμαι και για τη δική μου. Ξέρω μόνο ότι είμαι υδροχόος.

Προς το τέλος διαβάζουμε:

Τα δυο στοιχεία είν’ αυτά,

που κουβαλάμε στη ζωή:

Η ομορφιά και η χαρά

και χέρι χέρι από την άλλη

η πίκρα με το βάσανο.

Η ομορφιά, λέει, θα σώσει τον κόσμο.

Μα είναι δυνατόν, αφού από την άλλη πηγαίνει χέρι χέρι η πίκρα και με το βάσανο;

Απ’ το βαθύ πηγάδι της καρδιάς μου αναρριχήθηκαν

η άνευ όρων αγάπη κι η ευχαρίστηση

να σε προσέχω από τη βρεφική σου ηλικία

και να σου κάνω μαθήματα μέχρι να ενηλικιωθείς.

Αυτός είναι ο εγγονός της ο Νίκος.

Το παιδί του παιδιού μου είναι δυο φορές παιδί μου, λένε.

Οι στίχοι αυτοί αποτελούν μια ακόμη επιβεβαίωση.

Αγαπημένη μου Κωνστάνς

ούτε φαντάζεσαι

πόσο μου λείπει η ανάσα σου

το άγγιγμά σου

η ζεστή σου αγκαλιά

τώρα που μου τα στερεί όλα αυτά

η πανδημία του κορονοϊού

Αυτή είναι η εγγονή της.

Πιο κάτω στο ίδιο ποίημα διαβάζουμε:

Δίκιο είχε ο Ντοστογιέφσκι γράφοντας: η ψυχή γιατρεύεται, όταν είσαι κοντά σε παιδιά.

Το παρακάτω δεν μου είχε περάσει από το μυαλό:

δεν ξέρω αν θυμάσαι

σου είχα πει

ότι το όνομά μας προέρχεται

από τη λατινική λέξη «constans»

και ότι σημαίνει σταθερή και πιστή

Πιο κάτω διαβάζουμε:

εκδηλώνεις όμως

κι έναν χαρακτήρα

αγχώδη κι αναποφάσιστο

γιατί τα θέλεις όλα

στην εντέλεια

αξιολάτρευτη Κωνσταντίνα μου

θέλω να ξέρεις ότι

πάνω απ’ όλα

μ’ ενδιαφέρει η υγεία σου

Κάθε παππούς και γονιός θα το προσυπέγραφε αυτό.

Το «Τι είναι η ζωή» είναι αφιερωμένο στο Βασίλη και γράφηκε στην Πράγα, ένα χρόνο πριν την Άνοιξή της.

Επιθυμώ μόνο

να είμαι μαζί σου

να νιώθω την παρουσία σου

τον χτύπο της καρδιάς σου,

τον ρυθμό της αναπνοής σου.

Το «Μου λείπεις» είναι αφιερωμένο στον Αντώνη.

Μάρτυς μου το σαλόνι μου

Μάρτυς μου το στρώμα του έρωτα

Μάρτυς μου η κατάθλιψη

Μάρτυς μου η ηχώ της σκέψης μου

Μάρτυς μου τα σανίδια του χρόνου

Μάρτυς μου η λίμνη των δακρύων

Μάρτυς μου η απεραντοσύνη του γκρίζου

Μάρτυς μου ο ίδιος ο Θεός/ πόσο μου λείπεις.

Εντυπωσιακό εφέ επανάληψης του «Μάρτυς μου» στον πρώτο στίχο κάθε στροφής.

γιατί ο πόνος συμφυής με την ύπαρξη

πάντα θα μας καταβάλλει

Ας είμαστε αισιόδοξοι: όχι πάντα.

Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής, με το οποίο θέλω να τελειώσω αυτή την βιβλιοκριτική παραθέτοντάς το ολόκληρο, έχει τίτλο «Αντίο Θόδωρε!».

Ποιος είναι αυτός ο Θόδωρος;

Ένας αγαπημένος μας σκηνοθέτης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.

Με έξυπνο τρόπο η Κωνστάνς συνδέει τίτλους ταινιών του σε προτάσεις.

Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο πεσμένο στη γη

στοχάζομαι

πως γκρεμίστηκε στο κεφάλι μας

ολάκερη η Ελλάδα

γράφει ο φίλος μου ο Ανέστης

Κι εμένα σπαράζει η καρδιά μου

με πνίγει η στεναχώρια

που ’φυγε

για την «Άλλη θάλασσα»

το «Βλέμμα του Οδυσσέα»

Μα το μυαλό που καθρεφτίζεται

στα όνειρά του

ακούει

την ομιλητική σιωπή του

να εξιστορεί

«Μια αιωνιότητα και μια μέρα»

το «μετέωρο βήμα του Πελαργού»

τον τραγικό «Θίασο» των Βαλκανίων

«Το λιβάδι που δακρύζει»

Είτε το θέλουμε είτε όχι

θα στρέφουν

τα βλέμματα της Ανθρωπότητας

στο «Τοπίο της ομίχλης»

μέχρι να το σκεπάσει

Η «Σκόνη του χρόνου».

Εξαιρετικά και αυτά τα ποιήματα της Κωνστάνς, της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα.


http://hdermi.blogspot.gr/2012/12/blog-post_6.html

Κωνστάνς Δημά, Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος

βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1998, σελ. 205

Thursday, December 6, 2012

Στην προηγούμενη ανάρτησή μου για τον Steve Jobs είχα γράψει ότι μου αρέσουν οι βιογραφίες. Εδώ να προσθέσω ότι μου αρέσουν γενικά οι βιογραφίες, είτε είναι διασημοτήτων είτε όχι, είτε είναι βιογραφίες που τις έγραψαν άλλοι, όπως αυτή του Steve Jobs, είτε είναι αυτοβιογραφίες, όπως η «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη. Όχι μόνο γιατί τις θεωρώ συναρπαστικές αφηγήσεις, αλλά και γιατί δίνουν μαθήματα ζωής. Ακόμη δίνουν την εικόνα μιας εποχής, με ένα τρόπο διαφορετικό από ό,τι το κάνει η επίσημη ιστοριογραφία. Μάλιστα η επίσημη ιστοριογραφία εντάσσει αυτές τις αφηγήσεις στις πηγές της.

Το βιβλίο «Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος» της Κωνστάνς Δημά διαθέτει σε πολύ μεγάλο βαθμό και τα τρία χαρακτηριστικά: Είναι συναρπαστικό σαν αυτοβιογραφική αφήγηση, αντλούμε μαθήματα ζωής απ’ αυτό, με πρώτο και καλύτερο ότι δεν πρέπει να λυγίζουμε στις δυσκολίες, και τέλος μας δίνει μια εικόνα εποχής, και συγκεκριμένα της Τσεχοσλοβακίας την εποχή μετά τον δικό μας εμφύλιο, εστιασμένη όμως στα παιδιά των πολιτικών προσφύγων.

Στο δρόμο της προσφυγιάς πολλές οικογένειες χώρισαν. Πολλά παιδιά βρήκαν καταφύγιο στα ανάκτορα των βασιλιάδων, διάσπαρτα στη χώρα, που χρησιμοποιήθηκαν σαν χώροι στέγασης των παιδιών των αγωνιστών του δημοκρατικού στρατού. Τυχερά ήσαν τα παιδιά που οι γονείς τους επέζησαν, και κάποια στιγμή ήλθαν και τα πήραν. Η Δημά βρέθηκε σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Ο πατέρας της (η μητέρα της είχε πεθάνει) ήλθε και πήρε μόνο την μεγαλύτερη αδελφή της. Έχοντας ίσως οικονομικές δυσκολίες θα σκέφτηκε πως η μικρή κόρη του θα είχε ένα καλύτερο μέλλον αν έμενε εκεί.

Δεν είχε κι άδικο. Παρά το συναισθηματικό πρόβλημα της στέρησης της πατρικής παρουσίας, η Δημά έκανε πολύ καλές σπουδές, έμαθε πολλές ξένες γλώσσες, και έκανε μεταπτυχιακά στη διδασκαλία ξένων γλωσσών στη Γαλλία. Εργάσθηκε ως ξεναγός και διερμηνέας, δίδαξε στη μέση εκπαίδευση και σε Πανεπιστήμια, και έχει μεταφράσει ξένους συγγραφείς στα ελληνικά και έλληνες ποιητές στα γαλλικά. Ένας γάμος που όμως είχε ημερομηνία λήξης της έδωσε δυο κόρες. Τώρα ζει στην Κρήτη με τις κόρες της.

Η πατρική στέρηση ήταν κάτι που την πίεζε συναισθηματικά. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον πατέρα της. Όμως «Με το πέρασμα του χρόνου έγινα πιο επιεικής. Επικαλούμαι συχνά τα τελευταία του λόγια: μην κάνεις ποτέ το λάθος να μπεις στο Κόμμα, για να μπορέσω να τον συγχωρέσω εντελώς» (σελ. 81).

Από τις πιο συναρπαστικές αφηγήσεις είναι η συνάντησή της με μιαν αρκούδα. Αρνούμενη να ακολουθήσει την συμβουλή της φίλης της να γυρίσουν πίσω, εξακολουθεί να ανεβαίνει μόνη στο βουνό. Κάποια στιγμή βλέπει την αρκούδα, εκατό μέτρα περίπου μακριά της, να την κοιτάζει επίμονα. Το βάζει πανικόβλητη στα πόδια.

Ήταν τυχερή. Αυτές τις μέρες είδα ένα ντοκιμαντέρ με αρκούδες και έμαθα ότι το να το βάλεις στα πόδια για την αρκούδα σημαίνει ότι είσαι θήραμα, και σε παίρνει στο κυνήγι. Με τρόμαξε η πληροφορία ότι κάθε χρόνο σκοτώνονται περίπου 30 άνθρωποι από αρκούδες, και εκατοντάδες άλλοι τραυματίζονται. Φαίνεται ότι είναι το ίδιο ριψοκίνδυνοι με την Κωνστάνς, χωρίς να έχουν την τύχη της.

Διαβάζω:

«Η γενναιοδωρία της φίλης μου από την Κρήτη, που είναι γνώρισμα των ανθρώπων του νησιού…» (σελ. 133). Ε, δεν μπορώ να μη νοιώσω υπερήφανος σαν κρητικός διαβάζοντας αυτές τις γραμμές.

Υπάρχει και δεύτερο επίπεδο αφήγησης, αφήγηση μέσα στην αφήγηση, εξίσου συναρπαστική. Η θεία της Δημά αφηγείται: «Καλά κάνανε που σου βγάλανε το όνομα της θείας Κωνσταντίνας… Ξέρεις, η καημένη, πήρε το τουφέκι στον ώμο σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν, κατέβαινε στα χωριά για να φέρει τροφή στα αδέλφια της, τους αντάρτες. Ήθελε να ζήσει ελεύθερη, να δει τους ανθρώπους να αγαπιούνται· το μίσος γύρω της την πλήγωνε. Της βγάλανε τα νύχια, της κάψανε το πρόσωπο και το σώμα με αποτσίγαρα, και την τουφέκισαν μπρος στα μάτια των γυναικόπαιδων και γέρων. Ήταν τόσο νέα, μόνο δεκαεφτά ετών» (σελ. 157).

Μια από τις ελάχιστες φορές που μιλάει πολιτικά στο βιβλίο της είναι στη σελίδα 187. Ανάμεσα στα άλλα μιλάει και για τη νέα αστική τάξη «με το κόκκινο χρώμα, η οποία, εκμεταλλευόμενη τη θέση της, θησαύριζε εις βάρος του λαού της πλασάροντάς του συνθήματα που η ίδια δεν πίστευε».

Η Κωνστάνς έχει δημοσιεύσει επίσης τρεις ποιητικές συλλογές, διάφορες μελέτες, και έχει βραβευθεί για το έργο της. Στην Βικιπαίδεια διαβάζουμε επίσης ότι πέρυσι εξέδωσε στα γαλλικά ένα μυθιστόρημα με τίτλο La solitude a la couleur de l’azur (Η μοναξιά στο χρώμα του γαλάζιου). Περιμένουμε να μας το μεταφράσει στα ελληνικά, όπως έκανε και με το παρόν βιβλίο, που η πρώτη του γραφή έγινε στα γαλλικά. Πιστεύουμε ότι θα είναι το ίδιο συναρπαστικό, όπως και εκείνα που θα ακολουθήσουν.

1 2